τοκεών

τοκεών
-ῶνος, ὁ, Α
τοκεύς*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόκος + επίθημα -εών (πρβλ. βοσκ-εών)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τοκέων — τοκάω to be near delivery pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) τοκεύς one who begets masc gen pl τοκέω̆ν , τοκεύς one who begets masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοκεῶνας — τοκεών parent masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοκεῶνε — τοκεών parent masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοκεῶνος — τοκεών parent masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοκεώνων — τοκεών parent masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσθεν — και δωρ. και αιολ. τ. πρόσθα και δωρ. τ. πρόθεν, πρόθθα και πρόστα Α Α (ως πρόθ. με γενική) Ι. τοπ. 1. μπροστά από κάποιον ή από κάτι (α. «νῆσος... πρόσθε Σαλαμῑνος τόπων», Αισχύλ.) β. «στῆ δὲ πρόσθ αὐτοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. για κάποιον ή για κάτι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”